-
1 συνεξιδρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξιδρόω
См. также в других словарях:
συνεξιδρώ — όω, Α [ἐξιδρῶ] εξέρχομαι μαζί με τον ιδρώτα («διατὶ τὰ πολλὰ τῶν μύρων συνεξιδρῶσαι δυσώδη;», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
1 συνεξιδρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξιδρόω
συνεξιδρώ — όω, Α [ἐξιδρῶ] εξέρχομαι μαζί με τον ιδρώτα («διατὶ τὰ πολλὰ τῶν μύρων συνεξιδρῶσαι δυσώδη;», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek